Γιατί οι άνθρωποι τρέχουν τόσο γρήγορα

Χάνομαι και εγώ μαζί τους
τα προγράμματά μας υπερφορτωμένα
ο κόσμος μας γεμάτος υποχρεώσεις
με γαρνιτούρα δραστηριοποίηση
αναζητούμε με ζήλο την ελευθερία μας
τον χρόνο μας πίσω
κι όταν έχουμε χρόνο
μας καλύπτει η μοναξιά
μήπως γι’ αυτό γεμίζουμε τις ώρες
με ανούσια πράγματα
στην αγκαλιά μιας κοινωνίας
που μόνο να αγκαλιάζει δε γνωρίζει;

Αποφεύγεις τους φόβους σου
ποθείς δήθεν
την αλληλεπίδραση με τους άλλους
πάντα αυτοί
άλλοι
πανταχού παρών
κι εσύ απών

Με ξέχασες φίλε
εκείνος φωνάζει
δε σε ξέχασα αδερφέ
εσύ χάθηκες
κάθε μέρα η ίδια συζήτηση
κουράστηκα πια
πώς να σε βρω
αφού το μόνο πράγμα που με δίδαξαν επαρκώς
είναι να βρίσκω άνετους και ελκυστικούς δρόμους
για να σε χάνω;

Καλήμερα σας
ώρα καλή
οι μάσκες έπεσαν
και οι ώρες σας
τελειώνουν.


[Βενετία Ψωμιάδου]

 

Πράξη 2η

Είσαι το μόνο μου στήριγμα
της είπε
και με το μαχαίρι έδωσε μια κι έκοψε
τα σχοινιά
γύρω απ’ τους λαιμούς και τα χέρια τους
τώρα μόνο θα δούμε αν μπορώ
να πετάξω
κι η εικόνα πάγωσε
και το φιλμ σταμάτησε
κι ο ουρανός άνοιξε
ενώ εκείνη έβαλε τα δάχτυλα στα μάτια
και σιωπηλή περίμενε το σήμα
του σκηνοθέτη
για ν’ αρχίσει να κλαίει
ολόκληρη η ζωή σου


[Πέτρος Σκυθιώτης]

 

Απόπειρα

1.

Κουβέρτα στα πόδια
στον ύπνο τους κατοικίδια
και γονείς.
Αυτό που θα μας σώσει
δεν λέγεται.
Μένει κρυφό
κι όποιος αντέξει.

2.

Θα σου τηλεφωνήσω.
Αν αργήσω
κάνε μπάνιο και κοιμήσου.


[Γιώργος Σαράτσης]


 

Στο δρόμο για το Πίτσμπουργκ

Στο δρόμο για το Πίτσμπουργκ
οδηγούσε ο Νιούμαν
όχι ο Πωλ,
αλλά ο δίδυμος αδερφός του.
Πήγαινε να συναντήσει
την αγαπημένη του Λώρα
σε κάποιο μοτέλ,
στη πρώτη παρακαμπτήριο
του μεγάλου αυτοκινητόδρομου.
Αφού ήπιαν βιαστικά ένα μπέρμπον
και δώσανε όρκους αιώνιας πίστης και αγάπης
(σημάδι ανασφάλειας όλων των ανθρώπων),
εκείνος πήγε για μια παρτίδα μπιλιάρδου,
θα ‘κανε τους συνηθισμένους του θεατρινισμούς
σε ένα ακόμα καλά στημένο παιχνίδι,
για να εξασφαλίσει τα προς το ζην
του επόμενου μήνα (δεν ήταν δα και λίγα).
Ύστερα θα επέστρεφε σ’ εκείνη
και σα να μη συνέβαινε τίποτα
θα της έταζε ακόμα ένα ταξίδι του μέλιτος
μακριά από τα φώτα της πόλης.


[Φανή Αθανασιάδου,
από την ποιητική συλλογή Δελτίο καιρού]

 

Πανδατερία

Από πού έρχονται εκείνοι
που ενοχλούν τις νύχτες
και κοιτούν διερευνητικά
ψάχνοντας μέρος να μείνουν
κρατώντας αποστάσεις
σαν ομίχλη στο σκοτάδι
σαν βρεγμένο σκυλί
που δεν μπορεί
χωρίς συντροφιά
αλλά θυμάται τον ήχο
του θανάτου

Οι άνθρωποι
γεννιούνται σε αποστάσεις
και παίρνουν το χρώμα
του πιο μακραίωνου ταξιδιού
και κανείς ποτέ
δεν τους ακολουθεί
πριν ξημερώσει
πριν εκδιωχθεί
κι ο τελευταίος φοβισμένος
του σύμπαντος

Από πού έρχονται εκείνοι
που ποθούν κάθε φορά αφιερώσεις
και λέξεις δισυπόστατες
να καταλαβαίνουν οι λίγοι
ή μόνο η ερημιά που φτάνει
απ’ τα βουνά
λες και μόνο αυτή μπορεί
να εκμυστηρευτεί
όσα θα κρατούσε στα σπλάχνα της
μια αρχέγονη μάνα

Τί πάει να πει λοιπόν
αναταραχή;
τί πάει να πει
απογοήτευση;

Βαριά ντυμένος τη σάρκα σου
ξεγελάς
τα βαθύτερα πάθη σου
και πληγώνεις
τα πιο μεγάλα μυστικά σου.


[Γιώργος Σαράτσης]

 

Τα παιδιά της Αβησσυνίας

Ο δωδέκατος ήλιος∙
έτοιμο το σερβίτσιο της άνοιξης∙
οι ελπίδες νόστιμες!
Ο οικοδεσπότης Χρόνος,
προσεύχεται στο θάνατο…
Η ζωή μια αχνιστή σούπα
κι η πασίγνωστη κατάρα:
Να τη φας και να ‘ναι κρύα!
Κάτω από το τραπέζι
ένα μικρό παιδάκι
κάνει μάτι
στα πυρηνικά μπούτια σου…
Κάποιος που ρεύεται το τρομάζει∙
τα παιδιά της Αβησσυνίας,
δεν ξέρουν τι θα πει ρέψιμο∙
τα παιδιά που γεννιούνται τυφλά,
δεν ξέρουν τι πάει να πει μάτι,
μα κι ούτε μπορούν να διακρίνουν,
αν ο πατέρας τους είναι μαύρος ή λευκός∙
Ο οικοδεσπότης Χρόνος
προσεύχεται στο θάνατο,
ο Μέγας Προστάτης Άγιος
εμάς των μικρών και απλών…


[Άρης Αγγελάκης]

 

Προσευχητές

Ρέπουν στ’ αμπάρια ξημερώματα
Στηθόδεσμοι άνοιξης
Φθόγγοι

Ρέπουν βυζάκια απαράλλαχτα
Αλλοεθνή
Ρεβόλβερ

Ρέπουν στης φύσης το ανάγνωσμα
Ωσαννά! Ωσαννά!


[Θάνος Γώγος]

 

31.08.2012

Φοβάμαι λίγο να μιλήσω για τον έρωτά μου
μήπως τον θρυμματίσω
-τα βήματά σου στην κουζίνα
όπως αποκοιμιέμαι-
κόκκινα δέντρα στη φαντασία μου γυμνά
και πουλιά κρέμονται από τον ουρανό
στο ίδιο σημείο εκείνο
πριν ο ύπνος μας πάρει
όπως λύνεται η γλώσσα μου
και η καρδιά μου
και μπάζουν νερά από παντού
και βυθίζομαι


[Δήμητρα Γερογιάννη]